Věřit v řečtině
Překlad: věřit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
υποτίθεται, κατανοώ, πιστεύω, υποθέτω, πίστωση, καταλαβαίνω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: věřit
věřit anglicky, věřit antonyma, věřit citát, věřit gramatika, věřit horoskopům, věřit jazykový slovník řečtina, věřit v řečtině
Překlady
- věčnost v řečtině - αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
- věčný v řečtině - αθάνατος, ενδελεχής, παντοτινός, αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, αιώνιας, ...
- věřitel v řečtině - πιστωτής, δανειστής, πιστωτή, δανειστή, πιστωτικός φορέας
- věřící v řečtině - πιστός, οπαδός, πιστό, πιστού, υποστηρικτής
Náhodná slova
Věřit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: υποτίθεται, κατανοώ, πιστεύω, υποθέτω, πίστωση, καταλαβαίνω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
Překlady: υποτίθεται, κατανοώ, πιστεύω, υποθέτω, πίστωση, καταλαβαίνω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν