Vcházet v řečtině
Překlad: vcházet, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μπαίνω, εισέρχομαι, για να εισάγετε, να εισέλθουν, να εισέλθει, να εισάγετε, να εισαγάγετε
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vcházet
vcházet antonyma, vcházet gramatika, vcházet křížovka, vcházet pravopis, vcházet synonymum, vcházet jazykový slovník řečtina, vcházet v řečtině
Překlady
- vbodnout v řečtině - μπήγω, ώθηση, χωμένος
- vchod v řečtině - λήμμα, πύλη, καταχώρηση, είσοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, ...
- vdaná v řečtině - παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
- vdech v řečtině - απορρόφηση, βλέψη, έμπνευση, φιλοδοξία, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, ...
Náhodná slova
Vcházet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μπαίνω, εισέρχομαι, για να εισάγετε, να εισέλθουν, να εισέλθει, να εισάγετε, να εισαγάγετε
Překlady: μπαίνω, εισέρχομαι, για να εισάγετε, να εισέλθουν, να εισέλθει, να εισάγετε, να εισαγάγετε