Vniknout v řečtině
Překlad: vniknout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εισέρχομαι, χώνομαι, χωμένος, υπαινίσσομαι, μπήγω, διαπερνώ, ώθηση, μπαίνω, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vniknout
problem vniknout, vniknout antonyma, vniknout gramatika, vniknout křížovka, vniknout pravopis, vniknout jazykový slovník řečtina, vniknout v řečtině
Překlady
- vnady v řečtině - γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, αποπλάνηση, αποπλάνησης, γοητεία, την αποπλάνηση, ...
- vnikat v řečtině - εισχωρώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
- vnikání v řečtině - διείσδυση, είσοδος, είσοδο, την είσοδο, εισροή
- vnitro v řečtině - μέσα, εσωτερικό, Εσωτερικών, Εσωτερική, Interior, εσωτερικός
Náhodná slova
Vniknout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εισέρχομαι, χώνομαι, χωμένος, υπαινίσσομαι, μπήγω, διαπερνώ, ώθηση, μπαίνω, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Překlady: εισέρχομαι, χώνομαι, χωμένος, υπαινίσσομαι, μπήγω, διαπερνώ, ώθηση, μπαίνω, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν