Vnořit v řečtině

Překlad: vnořit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καταγώγιο, καταδύομαι, βουτώ, φωλιά, φωλιάζουν, φωλιάς, τη φωλιά, φωλιές
Vnořit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: vnořit

vnořit antonyma, vnořit gramatika, vnořit křížovka, vnořit pravopis, vnořit synonymum, vnořit jazykový slovník řečtina, vnořit v řečtině

Překlady

  • vnitřní v řečtině - ενδοχώρα, εσωτερικώς, εσωτερικό, εσωτερικός, έντερο, μέσα, εσωτερική, ...
  • vnitřně v řečtině - εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
  • vnucovat v řečtině - εξαναγκάζω, βία, δύναμη, επιβάλλω με το ζόρι, εισχωρώ οχληρώς, επιβάλλομαι οχληρώς, παρακινώ επίμονα
  • vnuknout v řečtině - προτείνω, εμπνέω, ενσταλάζω, προτείνει, δείχνουν, προτείνουν, υποδηλώνουν
Náhodná slova
Vnořit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καταγώγιο, καταδύομαι, βουτώ, φωλιά, φωλιάζουν, φωλιάς, τη φωλιά, φωλιές