Vnuknout v řečtině
Překlad: vnuknout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
προτείνω, εμπνέω, ενσταλάζω, προτείνει, δείχνουν, προτείνουν, υποδηλώνουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vnuknout
vnuknout antonyma, vnuknout gramatika, vnuknout křížovka, vnuknout myšlenku, vnuknout pravopis, vnuknout jazykový slovník řečtina, vnuknout v řečtině
Překlady
- vnořit v řečtině - καταγώγιο, καταδύομαι, βουτώ, φωλιά, φωλιάζουν, φωλιάς, τη φωλιά, ...
- vnucovat v řečtině - εξαναγκάζω, βία, δύναμη, επιβάλλω με το ζόρι, εισχωρώ οχληρώς, επιβάλλομαι οχληρώς, παρακινώ επίμονα
- vnuknutí v řečtině - πρόταση, έγχυμα, έμπνευση, υπόδειξη, εισήγηση, την πρόταση, πρότασή
- vnutit v řečtině - εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω, βία, επιβάλλω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ...
Náhodná slova
Vnuknout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: προτείνω, εμπνέω, ενσταλάζω, προτείνει, δείχνουν, προτείνουν, υποδηλώνουν
Překlady: προτείνω, εμπνέω, ενσταλάζω, προτείνει, δείχνουν, προτείνουν, υποδηλώνουν