Vstřebat v řečtině
Překlad: vstřebat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εξομοιώνω, απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vstřebat
vstřebat anglicky, vstřebat antonyma, vstřebat gramatika, vstřebat křížovka, vstřebat pravopis, vstřebat jazykový slovník řečtina, vstřebat v řečtině
Překlady
- vstupenka v řečtině - εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, με εισιτήρια για, με εισιτήρια
- vstupné v řečtině - είσοδος, παραδοχή, ομολογία, εισδοχή, αποδοχή, εισαγωγή
- vstřebání v řečtině - απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
- vstřebávající v řečtině - απορροφητικός, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφά, την απορρόφηση, απορροφούν
Náhodná slova
Vstřebat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εξομοιώνω, απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Překlady: εξομοιώνω, απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει