Vtělit v řečtině

Překlad: vtělit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, ενσαρκωμένος, ενσαρκωμένη, ενσαρκωμένο, ενανθρωπήσας
Vtělit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: vtělit

vtělit antonyma, vtělit gramatika, vtělit křížovka, vtělit pravopis, vtělit synonymum, vtělit jazykový slovník řečtina, vtělit v řečtině

Překlady

  • vtrhnout v řečtině - εισβάλλω, εισβάλουν, εισβάλλουν, εισβάλει, εισβάλλει, εισβολή
  • vtělení v řečtině - ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
  • vtěsnat v řečtině - στριμώχνω, ζουλώ, στύβω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, ...
  • vulgárnost v řečtině - προστυχιά, χυδαιότητα, χυδαιότητας, τη χυδαιότητα, η χυδαιότητα, τη χυδαιότητά
Náhodná slova
Vtělit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, ενσαρκωμένος, ενσαρκωμένη, ενσαρκωμένο, ενανθρωπήσας