Vulkanizovat v řečtině

Překlad: vulkanizovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, σκληρύνω καουτσούκ διά θείου, βουλκανισμό, το βουλκανισμό, βουλκανισθεί, τον βουλκανισμό
Vulkanizovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: vulkanizovat

ako vulkanizovat, vulkanizovat antonyma, vulkanizovat gramatika, vulkanizovat křížovka, vulkanizovat pravopis, vulkanizovat jazykový slovník řečtina, vulkanizovat v řečtině

Překlady

  • vulgární v řečtině - χονδροειδής, χαμηλός, ακατέργαστος, ωμός, βάναυσος, πρόστυχος, χυδαίος, ...
  • vulkanizace v řečtině - βουλκανισμού, βουλκανισμός, βουλκανισμό, ενθείωσης, ενθείωση
  • vuřt v řečtině - λουκάνικο, λουκάνικα, λουκάνικου, λουκάνικων, αλλαντικών
  • vybalit v řečtině - ανοίγω τις αποσκευές, αποσυμπίεσης, unpack, Αποσυσκευάστε, απλήρωτος
Náhodná slova
Vulkanizovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, σκληρύνω καουτσούκ διά θείου, βουλκανισμό, το βουλκανισμό, βουλκανισθεί, τον βουλκανισμό