Vyčíslit v řečtině
Překlad: vyčíslit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
υπολογίζω, ποσοτικά, ποσοτικοποίηση, ποσοτικοποιήσει, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιηθούν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vyčíslit
vyčíslit antonyma, vyčíslit gramatika, vyčíslit křížovka, vyčíslit pravopis, vyčíslit synonymum, vyčíslit jazykový slovník řečtina, vyčíslit v řečtině
Překlady
- vyčlenění v řečtině - διακοπή, αποκόλληση, αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
- vyčnívající v řečtině - ευδιάκριτος, διαπρεπής, εξαιρετικός, διακεκριμένος, εξογκωμένος, προεξέχει, οποίο προεξέχει, ...
- vyčítat v řečtině - επίπληξη, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
- vyřadit v řečtině - αχρηστεύω, απενεργοποιώ, αποκλείω, απορρίψετε, πετάξτε, απορρίψτε, απορρίψει, ...
Náhodná slova
Vyčíslit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: υπολογίζω, ποσοτικά, ποσοτικοποίηση, ποσοτικοποιήσει, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιηθούν
Překlady: υπολογίζω, ποσοτικά, ποσοτικοποίηση, ποσοτικοποιήσει, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιηθούν