Vyčlenění v řečtině
Překlad: vyčlenění, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διακοπή, αποκόλληση, αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vyčlenění
sociální vyčlenění, vyčlenění antonyma, vyčlenění bytové jednotky, vyčlenění družstva, vyčlenění elektrárny dětmarovice, vyčlenění jazykový slovník řečtina, vyčlenění v řečtině
Překlady
- vyčkávání v řečtině - περιμένω, περίμενε, Waits, περιμένει, Γουέιτς, αναμονής του, Αναμένει
- vyčlenit v řečtině - αποκολλώ, επιφυλάξουν, στο αυτί, ενωτίου, σημάδι στο αυτί, δεσμεύσουν
- vyčnívající v řečtině - ευδιάκριτος, διαπρεπής, εξαιρετικός, διακεκριμένος, εξογκωμένος, προεξέχει, οποίο προεξέχει, ...
- vyčíslit v řečtině - υπολογίζω, ποσοτικά, ποσοτικοποίηση, ποσοτικοποιήσει, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιηθούν
Náhodná slova
Vyčlenění v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διακοπή, αποκόλληση, αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
Překlady: διακοπή, αποκόλληση, αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού