Vybavit v řečtině

Překlad: vybavit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
χορήγηση, προικίζω, επιπλώνω, παροχή, προνοώ, στεγάζω, εξυπηρετώ, προμηθεύω, προμήθεια, παρέχω, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Vybavit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: vybavit

vybavit anglicky, vybavit antonyma, vybavit gramatika, vybavit křížovka, vybavit novy obciansky preukaz, vybavit jazykový slovník řečtina, vybavit v řečtině

Překlady

  • vybarvení v řečtině - χρωματισμός, χρωματισμό, χρωματισμού, χρώμα, χρώση
  • vybavení v řečtině - επίπλωση, εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
  • vybavovat v řečtině - επιπλώνω, προμηθεύω, Στολή, Ντύσιμο, εξοπλισμού, εξοπλισμό, του εξοπλισμού
  • vybavování v řečtině - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Náhodná slova
Vybavit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: χορήγηση, προικίζω, επιπλώνω, παροχή, προνοώ, στεγάζω, εξυπηρετώ, προμηθεύω, προμήθεια, παρέχω, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν