Vycucat v řečtině
Překlad: vycucat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
θηλάζω, ρουφώ, γλείφω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vycucat
vycucat antonyma, vycucat gramatika, vycucat křížovka, vycucat pravopis, vycucat synonymum, vycucat jazykový slovník řečtina, vycucat v řečtině
Překlady
- vycpat v řečtině - πράμα, στουπί, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό
- vycpávka v řečtině - παραγέμισμα, υλικό παραγεμίσματος, padding, γεμίσει, παραγεμίσματος
- vycvičený v řečtině - εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
- vycvičit v řečtině - εκπαιδεύω, τρένο, μορφώνω, αμαξοστοιχία, άσκηση, τραίνο, σταθμό, ...
Náhodná slova
Vycucat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: θηλάζω, ρουφώ, γλείφω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Překlady: θηλάζω, ρουφώ, γλείφω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το