Vyjednávat v řečtině

Překlad: vyjednávat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κέρασμα, διαπραγματεύομαι, κερνώ, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
Vyjednávat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: vyjednávat

jak vyjednávat, umění vyjednávat, vyjednávat anglicky, vyjednávat antonyma, vyjednávat gramatika, vyjednávat jazykový slovník řečtina, vyjednávat v řečtině

Překlady

  • vyjasnit v řečtině - διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, διαυγής, εναργής, ελευθερώνω, έκδηλος, ...
  • vyjednavač v řečtině - διαπραγματευτής, των Διαπραγματεύσεων, της Διαπραγματευτικής, Διαπραγματευτικής, διαπραγματευτής της
  • vyjednávání v řečtině - διαπραγμάτευση, παζάρι, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων
  • vyjet v řečtině - παρατάω, φεύγω, αρχίζω, αρχή, ξεκινώ, ξεκίνημα, παραιτούμαι, ...
Náhodná slova
Vyjednávat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κέρασμα, διαπραγματεύομαι, κερνώ, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται