Vynaložit v řečtině
Překlad: vynaložit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ξοδεύω, ασκώ, άσκηση, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vynaložit
vynaložit antonyma, vynaložit gramatika, vynaložit křížovka, vynaložit pravopis, vynaložit slovník, vynaložit jazykový slovník řečtina, vynaložit v řečtině
Překlady
- vynalezení v řečtině - εφεύρεση, σύλληψη, εφευρίσκοντας, επινόηση, διαπλάσουμε, να διαπλάσουμε, διαπλάσουμε το
- vynaložení v řečtině - δαπάνη, δαπάνες, άσκηση, δαπανών, τις δαπάνες, δαπάνες που
- vynalézat v řečtině - κατασκευάζω, εφευρίσκω, επινοώ, εφευρίσκοντας, επινόηση, διαπλάσουμε, να διαπλάσουμε, ...
- vynalézavost v řečtině - επινοητικότητα, ευφυΐα, εφευρετικότητα, τέχνασμα, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, ...
Náhodná slova
Vynaložit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ξοδεύω, ασκώ, άσκηση, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε
Překlady: ξοδεύω, ασκώ, άσκηση, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε