Vyprovokovat v řečtině
Překlad: vyprovokovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αναδεύω, κινώ, ανακατεύω, κινούμαι, προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vyprovokovat
jak vyprovokovat, vyprovokovat antonyma, vyprovokovat gramatika, vyprovokovat křížovka, vyprovokovat porod, vyprovokovat jazykový slovník řečtina, vyprovokovat v řečtině
Překlady
- vyprchat v řečtině - λιποθυμώ, αμυδρός, εξατμίζομαι, εξαφανίζονται, εξαφανιστούν, εξαφανιστεί, εξαφανίζεται, ...
- vyprostit v řečtině - τσάμπα, δωρεάν, διασώζω, απελευθερώνω, διάσωση, χειραφετώ, αυτεξούσιος, ...
- vyprávěcí v řečtině - αφήγημα, αφήγηση, αφηγηματική, αφήγησης, αφηγηματικό
- vyprávění v řečtině - ρεσιτάλ, ιστορία, παραμύθι, μύθος, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, ...
Náhodná slova
Vyprovokovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αναδεύω, κινώ, ανακατεύω, κινούμαι, προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Překlady: αναδεύω, κινώ, ανακατεύω, κινούμαι, προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί