Vyrábět v řečtině

Překlad: vyrábět, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κάνω, εξαναγκάζω, χτίζω, παράγω, κατασκευάζω, γεννώ, προσκομίζω, γεννοβολώ, οικοδομώ, φτιάχνω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει
Vyrábět v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: vyrábět

co vyrábět, vyrábět anglicky, vyrábět antonyma, vyrábět gramatika, vyrábět křížovka, vyrábět jazykový slovník řečtina, vyrábět v řečtině

Překlady

  • vyrvat v řečtině - τράβηγμα, δάκρυ, σκίζω, σχίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, ...
  • vyrábění v řečtině - παραγωγικός, κατασκευάζω, Βιομηχανία, Κατασκευή, Μεταποίηση, Παραγωγή, Manufacturing
  • vyrážet v řečtině - εκτινάσσω, πυροβολώ, βλαστός, βλαστάρι, φυτρώνουν, βλαστού, βλαστό
  • vyrážka v řečtině - παράτολμος, έκρηξη, εξάνθημα, απερίσκεπτος, έκζεμα, εξανθήματος, εξανθήματα, ...
Náhodná slova
Vyrábět v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κάνω, εξαναγκάζω, χτίζω, παράγω, κατασκευάζω, γεννώ, προσκομίζω, γεννοβολώ, οικοδομώ, φτιάχνω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει