Vyumělkovaný v řečtině
Překlad: vyumělkovaný, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επιτηδευμένος, τεχνητός, σκηνοθετημένη, τεχνητή, επινοημένη, τεχνητής, πλασματική
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vyumělkovaný
vyumělkovaný antonyma, vyumělkovaný gramatika, vyumělkovaný křížovka, vyumělkovaný pravopis, vyumělkovaný synonymum, vyumělkovaný jazykový slovník řečtina, vyumělkovaný v řečtině
Překlady
- vytřít v řečtině - σφουγγαρίστρα, σφουγγαρίζω, σκουπίζω, εξαφανίσουν, ξεκλήρισμα, σκουπίσει έξω, εξαλείψει, ...
- vyudit v řečtině - καπνός, καπνίζω, καπνοί, Made, έκαναν σημαντικές παρατηρήσεις και, έκαναν σημαντικές, έκαναν σημαντικές παρατηρήσεις, ...
- vyučit v řečtině - διδάσκω, μαθητευόμενο, μαθήτευσε, ως μαθητευόμενο, μαθητεύει, μαθητεύοντας
- vyučovat v řečtině - σχολείο, διδάσκω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Náhodná slova
Vyumělkovaný v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επιτηδευμένος, τεχνητός, σκηνοθετημένη, τεχνητή, επινοημένη, τεχνητής, πλασματική
Překlady: επιτηδευμένος, τεχνητός, σκηνοθετημένη, τεχνητή, επινοημένη, τεχνητής, πλασματική