Vzrušivost v řečtině

Překlad: vzrušivost, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διεγερσιμότητα, διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας του, της διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας της
Vzrušivost v řečtině
Jiné jazyky

Příbuzná slova: vzrušivost

malá vzrušivost, nadměrná vzrušivost, nedostatečná vzrušivost, nízká vzrušivost, snížená vzrušivost, vzrušivost jazykový slovník řečtina, vzrušivost v řečtině

Překlady

  • vzrušení v řečtině - πτερυγίζω, συγκίνηση, συναίσθημα, αίσθημα, διέγερση, βράζω, αίσθηση, ...
  • vzrušit v řečtině - παρενοχλώ, ταραγμένος, συγκίνηση, αναστατώνω, ερεθίζω, ενοχλώ, ενθουσιάσει, ...
  • vzrůst v řečtině - μέγεθος, διογκώνω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ύψος, όγκος, ανατέλλω, ...
  • vzrůstat v řečtině - ορθώνομαι, αυξάνω, προκύπτω, αυξάνομαι, προστίθεμαι, ανατέλλω, αύξηση, ...
Náhodná slova
Vzrušivost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διεγερσιμότητα, διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας του, της διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας της