Vztyčit v řečtině
Překlad: vztyčit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πισινός, πετεινός, υψώνω, ανεγείρω, αναστηλώνω, τραβώ, έλκω, σηκώνω, ζωγραφίζω, ορθώνω, βουνό, κόκορας, ανεβαίνω, ανατρέφω, επισύρω, αυξάνομαι, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, στήσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vztyčit
vztyčit antonyma, vztyčit chumáč, vztyčit gramatika, vztyčit křížovka, vztyčit pravopis, vztyčit jazykový slovník řečtina, vztyčit v řečtině
Překlady
- vzteklý v řečtině - τρελός, λωλός, λυσσαλέος, κουζουλός, οργισμένος, θυμωμένος, μαινόμενος, ...
- vztyčení v řečtině - ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
- vzácnost v řečtině - ιδιορρυθμία, παραξενιά, έλλειψη, περιέργεια, σπανιότητα, σπανιότητας, σπάνιο, ...
- vzácný v řečtině - σπάνιος, αβρός, δαπανηρός, πολύτιμος, τιμαλφής, αραιός, ακριβός, ...
Náhodná slova
Vztyčit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πισινός, πετεινός, υψώνω, ανεγείρω, αναστηλώνω, τραβώ, έλκω, σηκώνω, ζωγραφίζω, ορθώνω, βουνό, κόκορας, ανεβαίνω, ανατρέφω, επισύρω, αυξάνομαι, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, στήσει
Překlady: πισινός, πετεινός, υψώνω, ανεγείρω, αναστηλώνω, τραβώ, έλκω, σηκώνω, ζωγραφίζω, ορθώνω, βουνό, κόκορας, ανεβαίνω, ανατρέφω, επισύρω, αυξάνομαι, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, στήσει