Zařídit v řečtině
Překlad: zařídit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καθιερώνω, εγκαθιδρύω, εξυπηρετώ, εγκαθιστώ, εγκαθίσταμαι, ιδρύω, τακτοποιώ, φτιάχνω, επιπλώνω, διαπιστώνω, θεσπίζω, προμηθεύω, κανονίζω, τοποθετώ, επιβάλλω, στεγάζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zařídit
jak zařídit byt, zařídit anglicky, zařídit antonyma, zařídit byt, zařídit garsonku, zařídit jazykový slovník řečtina, zařídit v řečtině
Překlady
- zařizovat v řečtině - επιπλώνω, προμηθεύω, τακτοποιώ, κανονίζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, ...
- zařizování v řečtině - εξοπλισμός, τακτοποίηση, διευθέτηση, οργάνωση, την οργάνωση, τη διευθέτηση
- zařízení v řečtině - μέριμνα, ίδρυμα, συσκευή, εξοπλισμός, τέχνασμα, επίπλωση, έπιπλα, ...
- zaškrcení v řečtině - στραγγαλίζω, φλομώνω, στραγγαλισμός, στραγγαλισμού, στραγγαλισμό, πνιγμού
Náhodná slova
Zařídit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καθιερώνω, εγκαθιδρύω, εξυπηρετώ, εγκαθιστώ, εγκαθίσταμαι, ιδρύω, τακτοποιώ, φτιάχνω, επιπλώνω, διαπιστώνω, θεσπίζω, προμηθεύω, κανονίζω, τοποθετώ, επιβάλλω, στεγάζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Překlady: καθιερώνω, εγκαθιδρύω, εξυπηρετώ, εγκαθιστώ, εγκαθίσταμαι, ιδρύω, τακτοποιώ, φτιάχνω, επιπλώνω, διαπιστώνω, θεσπίζω, προμηθεύω, κανονίζω, τοποθετώ, επιβάλλω, στεγάζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά