Zabraňovat v řečtině
Překlad: zabraňovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
προλαβαίνω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω, αποτρέπω, κωλυσιεργώ, περιορίζω, εμποδίζω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zabraňovat
zabraňovat antonyma, zabraňovat gramatika, zabraňovat křížovka, zabraňovat pravopis, zabraňovat synonymum, zabraňovat jazykový slovník řečtina, zabraňovat v řečtině
Překlady
- zabořit v řečtině - καταδύομαι, βουτώ, ψάχνω, καταγώγιο, ερευνώ, αναζητώ, τελματώ, ...
- zabrat v řečtině - παίρνω, κατάσχω, καταλαμβάνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, ...
- zabrzdit v řečtině - φρένο, τροχοπεδώ, ντεραπάρω, φρενάρω, γλιστρώ, φρένων, φρένου, ...
- zabránit v řečtině - εμποδίζω, κωλυσιεργώ, αποκλείω, αποτρέπω, δυσχεραίνω, παρακωλύω, προλαβαίνω, ...
Náhodná slova
Zabraňovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: προλαβαίνω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω, αποτρέπω, κωλυσιεργώ, περιορίζω, εμποδίζω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν
Překlady: προλαβαίνω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω, αποτρέπω, κωλυσιεργώ, περιορίζω, εμποδίζω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν