Zahušťovat v řečtině
Překlad: zahušťovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, συμπυκνώνω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zahušťovat
jak zahušťovat, zahušťovat antonyma, zahušťovat gramatika, zahušťovat křížovka, zahušťovat pravopis, zahušťovat jazykový slovník řečtina, zahušťovat v řečtině
Překlady
- zahubit v řečtině - καταστρέφω, καταναλώνω, χάνομαι, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, ...
- zahustit v řečtině - δένω, πυκνώνω, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, ...
- zahušťovač v řečtině - παχυντικό, πυκνωτικό, παχυντή, παχυντής, πυκνωτικό μέσο
- zahvízdat v řečtině - σφύριγμα, σφυρίχτρα, σφυρίζω, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Náhodná slova
Zahušťovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, συμπυκνώνω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Překlady: συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, συμπυκνώνω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει