Zapůjčit v řečtině
Překlad: zapůjčit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
δανεισμός, δάνειο, δανείζω, ενοίκιο, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zapůjčit
zapůjčit antonyma, zapůjčit gramatika, zapůjčit křížovka, zapůjčit pravopis, zapůjčit synonymum, zapůjčit jazykový slovník řečtina, zapůjčit v řečtině
Překlady
- zapřísahat v řečtině - εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ, εξορκίζω, ικετεύω, επιορκώ, αρνούμαι ενορκώς
- zapřít v řečtině - αποποιούμαι, απορρίπτω, αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
- zapůsobit v řečtině - κινώ, εντυπωσιάζω, μετακομίζω, σαλεύω, επηρεάζω, παριστάνω, κίνηση, ...
- zarazit v řečtině - καρέ, σταματώ, παύση, αναχαιτίζω, διακοπή, φραγμός, διακόπτω, ...
Náhodná slova
Zapůjčit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: δανεισμός, δάνειο, δανείζω, ενοίκιο, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
Překlady: δανεισμός, δάνειο, δανείζω, ενοίκιο, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος