Zastavení v řečtině

Překlad: zastavení, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ανακοπή, σπάζω, συλλαμβάνω, διάλειμμα, εναιώρημα, ανάρτηση, αντεπίθεση, αναστολή, σταματώ, διάλλειμα, στάθμευση, διακοπή, τη διακοπή, σταματώντας, διακοπή της
Zastavení v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: zastavení

zastavení a stání, zastavení antonyma, zastavení družstevního podílu, zastavení exekuce, zastavení exekuce pro nemajetnost, zastavení jazykový slovník řečtina, zastavení v řečtině

Překlady

  • zasněný v řečtině - ονειρική, ονειρικό, ονειρεμένη, ονειρεμένες, ονειρεμένο
  • zastaralý v řečtině - πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, αρχαίος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, ...
  • zastavit v řečtině - αναστέλλω, αποτρέπω, αποκρύπτω, ανακόπτω, στέλεχος, κρεμώ, τέμνω, ...
  • zastavovat v řečtině - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Náhodná slova
Zastavení v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ανακοπή, σπάζω, συλλαμβάνω, διάλειμμα, εναιώρημα, ανάρτηση, αντεπίθεση, αναστολή, σταματώ, διάλλειμα, στάθμευση, διακοπή, τη διακοπή, σταματώντας, διακοπή της