Zastihnout v řečtině
Překlad: zastihnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αρπάζω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zastihnout
postihnout synonymum, zastihnout anglicky, zastihnout antonyma, zastihnout gramatika, zastihnout křížovka, zastihnout jazykový slovník řečtina, zastihnout v řečtině
Překlady
- zastavit v řečtině - αναστέλλω, αποτρέπω, αποκρύπτω, ανακόπτω, στέλεχος, κρεμώ, τέμνω, ...
- zastavovat v řečtině - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
- zastoupení v řečtině - απεικόνιση, αντιπροσώπευση, αναπαράσταση, παράσταση, εκπροσώπηση, εκπροσώπησης
- zastoupit v řečtině - αναπληρώνω, αναπληρωματικός, αντιπροσωπεύω, υποκαθιστώ, παροχή, προμήθεια, χορήγηση, ...
Náhodná slova
Zastihnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αρπάζω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Překlady: αρπάζω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα