Zatížit v řečtině
Překlad: zatížit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φορτίζω, γεμίζω, φορτίο, κατηγορία, φροντίδα, φορτώνω, βάρος, ζαλίκι, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zatížit
zatížit antonyma, zatížit gramatika, zatížit křížovka, zatížit pravopis, zatížit procesor, zatížit jazykový slovník řečtina, zatížit v řečtině
Překlady
- zatím v řečtině - ακόμη, ακόμα, αλλά, έχει ακόμα, όμως
- zatížení v řečtině - φόρτωση, κατηγορία, φορτίο, φροντίδα, ζαλίκι, φορτώνω, φορτίζω, ...
- zatčení v řečtině - σύλληψη, σπασμός, φόβος, ταραχή, συλλαμβάνω, συλλάβει, συλλάβουν, ...
- zatěžovat v řečtině - φορτώνω, βάρος, φορτίο, ζαλίκι, επιβάρυνση, επιβάρυνσης, βάρους
Náhodná slova
Zatížit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φορτίζω, γεμίζω, φορτίο, κατηγορία, φροντίδα, φορτώνω, βάρος, ζαλίκι, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει
Překlady: φορτίζω, γεμίζω, φορτίο, κατηγορία, φροντίδα, φορτώνω, βάρος, ζαλίκι, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει