Zavádět v řečtině
Překlad: zavádět, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ζαλίκι, φορτίζω, εργαλείο, συστήνω, υλοποιώ, γεμίζω, εισάγω, όργανο, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zavádět
zavádět antonyma, zavádět gramatika, zavádět křížovka, zavádět lepek, zavádět pravopis, zavádět jazykový slovník řečtina, zavádět v řečtině
Překlady
- zavrženíhodný v řečtině - καταδικάσιμος, καταδικαστέος, καταδικάσιμα, επικατάρατες, καταδικάσιμοι
- zavržený v řečtině - αποδοκιμαστεί, deprecated, αποδοκιμάζεται, καταργηθεί, συνειστόμενου
- zaváhat v řečtině - τρικλίζω, αμφιρρέπω, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
- zavázat v řečtině - πεδικλώνω, διαπράττω, επίδεσμος, υποχρεώνω, γραβάτα, δένω, δεσμεύω, ...
Náhodná slova
Zavádět v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ζαλίκι, φορτίζω, εργαλείο, συστήνω, υλοποιώ, γεμίζω, εισάγω, όργανο, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Překlady: ζαλίκι, φορτίζω, εργαλείο, συστήνω, υλοποιώ, γεμίζω, εισάγω, όργανο, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων