Zavést v řečtině

Překlad: zavést, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
τοποθετώ, εργαλείο, εισάγω, εγκαινιάζω, εγκαθιδρύω, ζαλίκι, ιδρύω, καθιερώνω, γεμίζω, διαπιστώνω, φορτίζω, όργανο, εγκαθιστώ, μυώ, υλοποιώ, ξεκινώ, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
Zavést v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: zavést

jak zavést tampon, zavést 1 nebo 2 embrya, zavést antonyma, zavést autem, zavést elektřinu, zavést jazykový slovník řečtina, zavést v řečtině

Překlady

  • zaváhat v řečtině - τρικλίζω, αμφιρρέπω, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
  • zavázat v řečtině - πεδικλώνω, διαπράττω, επίδεσμος, υποχρεώνω, γραβάτα, δένω, δεσμεύω, ...
  • zavírat v řečtině - αποπνιχτικός, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, ...
  • zavírání v řečtině - κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, λήξης, προθεσμίας
Náhodná slova
Zavést v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: τοποθετώ, εργαλείο, εισάγω, εγκαινιάζω, εγκαθιδρύω, ζαλίκι, ιδρύω, καθιερώνω, γεμίζω, διαπιστώνω, φορτίζω, όργανο, εγκαθιστώ, μυώ, υλοποιώ, ξεκινώ, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν