Zdůvodnit v řečtině
Překlad: zdůvodnit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
τεκμηριώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zdůvodnit
odůvodnit odůvodnit, odůvodnit synonymum, zdůvodnit anglicky, zdůvodnit antonyma, zdůvodnit gramatika, zdůvodnit jazykový slovník řečtina, zdůvodnit v řečtině
Překlady
- zdůraznění v řečtině - έμφαση, τονισμός, τονισμού, τονισμό, όξυνση, τον τονισμό
- zdůrazňovat v řečtině - τόνος, στρες, χαρακτηριστικό, αφιέρωμα, παροτρύνω, άγχος, παρόρμηση, ...
- ze v řečtině - μακριά, από, ανά, κάθε, από την, από το, από τις, ...
- zedník v řečtině - κτίστης, Mason, κτίστη, χτίστη, χτίστης
Náhodná slova
Zdůvodnit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: τεκμηριώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Překlady: τεκμηριώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν