Zjišťovat v řečtině
Překlad: zjišťovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξερευνώ, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, εντοπίσει
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zjišťovat
zajišťovat synonymum, zjišťovat antonyma, zjišťovat gramatika, zjišťovat křížovka, zjišťovat pravopis, zjišťovat jazykový slovník řečtina, zjišťovat v řečtině
Překlady
- zjistit v řečtině - αποσπώ, ανακαλύπτω, εξακριβώνω, εύρημα, βγάζω, ανεύρεση, επιφέρω, ...
- zjištění v řečtině - πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, εύρημα, διαπιστώσεως
- zkadeřený v řečtině - πτυχωτά, πτυχώνεται, συσφίγγεται, πτυχώνονται, πτυχωθεί
- zkamenělina v řečtině - απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
Náhodná slova
Zjišťovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξερευνώ, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, εντοπίσει
Překlady: διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξερευνώ, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, εντοπίσει