Zkracovat v řečtině
Překlad: zkracovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zkracovat
zkracovat antonyma, zkracovat gramatika, zkracovat křížovka, zkracovat pravopis, zkracovat synonymum, zkracovat jazykový slovník řečtina, zkracovat v řečtině
Překlady
- zkoušet v řečtině - προσπαθώ, δοκιμάζω, ζήτημα, πείραμα, ελέγχω, εξετάζω, πειραματίζομαι, ...
- zkouška v řečtině - ελέγχω, καρέ, δοκιμάζω, έκθεση, σταματώ, διεργασία, δοκίμια, ...
- zkracování v řečtině - συντόμευση, βράχυνση, σύντμηση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
- zkratka v řečtině - ακρώνυμο, κοπή, κόψιμο, κόβω, συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ...
Náhodná slova
Zkracovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Překlady: συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί