Zmenšovat v řečtině
Překlad: zmenšovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μειώνω, κοπάζω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, μείωση, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zmenšovat
zmenšovat antonyma, zmenšovat gramatika, zmenšovat křížovka, zmenšovat pravopis, zmenšovat se, zmenšovat jazykový slovník řečtina, zmenšovat v řečtině
Překlady
- zmenšení v řečtině - αναγωγή, περιστολή, μείωση, ελάττωση, ύφεση, περιορισμός, μείωσης, ...
- zmenšit v řečtině - ελαφρύνω, κλαδεύω, μείωση, μολάρω, μπαίνω, παραβλάπτω, συστέλλω, ...
- zmezinárodnit v řečtině - να διεθνοποιήσουν, να διεθνοποιήσει, να διεθνοποιηθούν, να διεθνοποιήσουν τις, στη διεθνοποίηση
- zmeškat v řečtině - αστοχώ, χάνω, δεσποινίς, δεσποινίδα, Μεγάλη χαμένη ευκαιρία, Μις, Δεσποινίς, ...
Náhodná slova
Zmenšovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μειώνω, κοπάζω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, μείωση, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης
Překlady: μειώνω, κοπάζω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, μείωση, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης