Zmocněnec v řečtině
Překlad: zmocněnec, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συνήγορος, παραγγελιοδόχος, πράκτορας, μεσίτης, παράγων, εντολοδόχος, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zmocněnec
zmocněnec antonyma, zmocněnec gramatika, zmocněnec kdo je, zmocněnec křížovka, zmocněnec poškozeného talár, zmocněnec jazykový slovník řečtina, zmocněnec v řečtině
Překlady
- zmobilizovat v řečtině - κινητοποιήσει, κινητοποιήσουν, κινητοποιήσουμε, κινητοποιούν, κινητοποιεί
- zmocnit v řečtině - εξουσιοδότηση, περνώ, τιτλοφορώ, διαπιστεύω, επιτρέπω, παραγγελία, εξουσιοδοτώ, ...
- zmocnění v řečtině - ένταλμα, πληρεξούσιο, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας
- zmodernizovat v řečtině - αναβαθμίζω, αναβάθμιση, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης
Náhodná slova
Zmocněnec v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συνήγορος, παραγγελιοδόχος, πράκτορας, μεσίτης, παράγων, εντολοδόχος, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα
Překlady: συνήγορος, παραγγελιοδόχος, πράκτορας, μεσίτης, παράγων, εντολοδόχος, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα