Zmocnit v řečtině

Překlad: zmocnit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εξουσιοδότηση, περνώ, τιτλοφορώ, διαπιστεύω, επιτρέπω, παραγγελία, εξουσιοδοτώ, παραγγέλλω, πέρασμα, στενά, κυκλοφορώ, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
Zmocnit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: zmocnit

zmocnit antonyma, zmocnit gramatika, zmocnit křížovka, zmocnit pravopis, zmocnit sa, zmocnit jazykový slovník řečtina, zmocnit v řečtině

Překlady

  • zmlátit v řečtině - χτύπημα, δέρνω, κτύπημα, χειροθετούντο και, χειροθετούντο
  • zmobilizovat v řečtině - κινητοποιήσει, κινητοποιήσουν, κινητοποιήσουμε, κινητοποιούν, κινητοποιεί
  • zmocněnec v řečtině - συνήγορος, παραγγελιοδόχος, πράκτορας, μεσίτης, παράγων, εντολοδόχος, αντιπρόσωπος, ...
  • zmocnění v řečtině - ένταλμα, πληρεξούσιο, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας
Náhodná slova
Zmocnit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εξουσιοδότηση, περνώ, τιτλοφορώ, διαπιστεύω, επιτρέπω, παραγγελία, εξουσιοδοτώ, παραγγέλλω, πέρασμα, στενά, κυκλοφορώ, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των