Zplnomocnit v řečtině
Překlad: zplnomocnit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, παραγγελία, ένταλμα, επιτρέπω, παραγγέλλω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zplnomocnit
zmocnit zplnomocnit, zplnomocnit antonyma, zplnomocnit gramatika, zplnomocnit křížovka, zplnomocnit pravopis, zplnomocnit jazykový slovník řečtina, zplnomocnit v řečtině
Překlady
- zpečetit v řečtině - βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
- zplihlý v řečtině - κουτσαίνω, χαλαρός, ισχνός, ψιλόλιγνος, ίσια, ισχνά, λεπτός
- zplnomocněnec v řečtině - παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, συνήγορος, πληρεξούσιος, πληρεξούσιοι, Πληρεξούσιο, Πληρεξουσίων, ...
- zplnomocnění v řečtině - παραγγελία, παραγγελιοδόχος, εξουσιοδότηση, παραγγέλλω, άδεια, άδειας, έγκριση, ...
Náhodná slova
Zplnomocnit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, παραγγελία, ένταλμα, επιτρέπω, παραγγέλλω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Překlady: διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, παραγγελία, ένταλμα, επιτρέπω, παραγγέλλω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει