Zpracovávat v řečtině
Překlad: zpracovávat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κερνώ, θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κατασκευάζω, κέρασμα, διαδικασία, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zpracovávat
zpracovávat antonyma, zpracovávat gramatika, zpracovávat křížovka, zpracovávat pravopis, zpracovávat synonymum, zpracovávat jazykový slovník řečtina, zpracovávat v řečtině
Překlady
- zpracovat v řečtině - κατεργάζομαι, προσεγμένος, συλλέγω, περίτεχνος, εργασία, πλάθω, επεξεργάζομαι, ...
- zpracování v řečtině - θεραπεία, μεταχείριση, επεξεργασία, μεταποίηση, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
- zpravidla v řečtině - γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
- zpravit v řečtině - συνιστώ, πληροφορώ, συμβουλεύω
Náhodná slova
Zpracovávat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κερνώ, θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κατασκευάζω, κέρασμα, διαδικασία, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας
Překlady: κερνώ, θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κατασκευάζω, κέρασμα, διαδικασία, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας