Zprostředkovat v řečtině
Překlad: zprostředkovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διαπραγματεύομαι, παρεμβαίνω, τακτοποιώ, κανονίζω, επεμβαίνω, μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zprostředkovat
zprostředkovat abz, zprostředkovat anglicky, zprostředkovat antonyma, zprostředkovat english, zprostředkovat gramatika, zprostředkovat jazykový slovník řečtina, zprostředkovat v řečtině
Překlady
- zpronevěřit v řečtině - υπεξαιρώ, καταχρώμαι, σφετερίζομαι, διασπαθιστούν, υπεξαίρεσης, καταστρατηγήσει, αποτελέσει καταστρατήγηση
- zprostit v řečtině - ξαλαφρώνω, αθωώνω, εκροή, δημοσιεύω, εκκρίνω, δικαιολογία, συγχωρώ, ...
- zprostředkovatel v řečtině - πράκτορας, μεσάζοντας, παράγων, μεσίτης, παράγοντας, συντελεστής, χρηματομεσίτης, ...
- zprostředkovatelka v řečtině - μεσολαβητής, ενδιάμεσο, ενδιάμεσος, διαμεσολαβητή, διαμεσολαβητής
Náhodná slova
Zprostředkovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διαπραγματεύομαι, παρεμβαίνω, τακτοποιώ, κανονίζω, επεμβαίνω, μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει
Překlady: διαπραγματεύομαι, παρεμβαίνω, τακτοποιώ, κανονίζω, επεμβαίνω, μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει