Zrychlit v řečtině

Překlad: zrychlit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
δύναμη, εξαναγκάζω, βιάζομαι, βία, βιασύνη, φόρα, σπεύδω, τρέχω, επιταχύνω, ταχύτητα, επισπεύδω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Zrychlit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: zrychlit

jak zrychlit internet, jak zrychlit metabolismus, jak zrychlit pc, jak zrychlit počítač, jak zrychlit xp, zrychlit jazykový slovník řečtina, zrychlit v řečtině

Překlady

  • zrušitelný v řečtině - διαλυτός, αναστρεπτικός, reversionary, ανακληρονομικών, ανακληρονομική, ανακληρονομικής
  • zrychlení v řečtině - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
  • zrychlovat v řečtině - επισπεύδω, επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
  • zrychlování v řečtině - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
Náhodná slova
Zrychlit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: δύναμη, εξαναγκάζω, βιάζομαι, βία, βιασύνη, φόρα, σπεύδω, τρέχω, επιταχύνω, ταχύτητα, επισπεύδω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την