Zužitkovat v řečtině
Překlad: zužitkovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αξιοποιώ, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιεί
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zužitkovat
zužitkovat anglicky, zužitkovat antonyma, zužitkovat gramatika, zužitkovat křížovka, zužitkovat pravopis, zužitkovat jazykový slovník řečtina, zužitkovat v řečtině
Překlady
- zušlechtění v řečtině - επεξεργασία, μεταποίηση, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
- zušlechťovat v řečtině - ραφινάρω, αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, ...
- zužitkování v řečtině - χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
- zvadnout v řečtině - κατακεραυνώνω, ξεθωριάζω, ξεθωριάζει, ξεθώριασμα, fade, εξασθενίζουν, εξασθενίζει
Náhodná slova
Zužitkovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αξιοποιώ, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιεί
Překlady: αξιοποιώ, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιεί