Zvyšovat v řečtině

Překlad: zvyšovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ενισχύω, προκαταβάλλω, κλιμακώνομαι, σηκώνω, προβαίνω, αυξάνω, όρος, ανυψώνω, πρόοδος, ανεβαίνω, ανεβάζω, βουνό, υψώνω, αυξάνομαι, προχωρώ, ασανσέρ, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Zvyšovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: zvyšovat

synonyma zvyšovat, zvyšovat antonyma, zvyšovat gramatika, zvyšovat křížovka, zvyšovat pravopis, zvyšovat jazykový slovník řečtina, zvyšovat v řečtině

Překlady

  • zvyknout v řečtině - συνηθίζω, εξοικειώνομαι, εξοικειώνω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
  • zvykový v řečtině - consuetudinary
  • zvát v řečtině - καλώ, προσκαλώ, καλέσει, προσκαλούμε, προσκαλούν
  • zvážit v řečtině - ζυγίζω, θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Náhodná slova
Zvyšovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ενισχύω, προκαταβάλλω, κλιμακώνομαι, σηκώνω, προβαίνω, αυξάνω, όρος, ανυψώνω, πρόοδος, ανεβαίνω, ανεβάζω, βουνό, υψώνω, αυξάνομαι, προχωρώ, ασανσέρ, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει