Adskilt på græsk
Oversættelse: adskilt, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
χωρίζω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, χωριστός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί
Andre Sprog
Relaterede ord: adskilt
@adskilt stil, adskilt antonymer, adskilt betydning, adskilt bryllup islam, adskilt dansk stil, adskilt sprog ordbog græsk, adskilt på græsk
Oversættelser
- adresse på græsk - διεύθυνση, απευθύνω, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
- adskille på græsk - ξεχωριστός, μοίρα, χωριστός, ιδιαίτερος, διχοτομία, χωρίζω, μοιράζω, ...
- advare på græsk - προειδοποιώ, προειδοποιούν, προειδοποιήσει, προειδοποιεί, προειδοποιήσω
- advarsel på græsk - προειδοποίηση, προειδοποίησης, προειδοποιητικό, προειδοποιητική, προειδοποιητικά
Tilfældige ord
Adskilt på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: χωρίζω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, χωριστός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί
Oversættelser: χωρίζω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, χωριστός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί