Affære på græsk
Oversættelse: affære, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
υπόθεση, δεσμός, υπόθεσης, την υπόθεση, υπόθεση της, ερωτική
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: affære
affære antonymer, affære betydning, affære dating, affære hvorfor, affære krydsord, affære sprog ordbog græsk, affære på græsk
Oversættelser
- afdelingssygeplejerske på græsk - νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
- affald på græsk - απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
- afføring på græsk - σκαμπό, έδρανο, σκαμνί, κόπρανα, σκαμνιά, κενώσεις, κοπράνων
- afgang på græsk - απόκλιση, αναχώρηση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση
Tilfældige ord
Affære på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: υπόθεση, δεσμός, υπόθεσης, την υπόθεση, υπόθεση της, ερωτική
Oversættelser: υπόθεση, δεσμός, υπόθεσης, την υπόθεση, υπόθεση της, ερωτική