Afslå på græsk
Oversættelse: afslå, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
σκουπίδια, ξεπεσμός, μαρασμός, κλίνω, απορρίπτω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
Andre Sprog
Relaterede ord: afslå
afslå aktivering, afslå antonymer, afslå betydning, afslå engelsk, afslå job, afslå sprog ordbog græsk, afslå på græsk
Oversættelser
- afskedige på græsk - εκπυρσοκρότηση, φωτιά, πυροβολώ, πυρκαγιά, απολύω, εκροή, άφεση, ...
- afsky på græsk - μισώ, μίσος, σίχαμα, σιχαίνομαι, απέχθεια, φρίκη, αηδία, ...
- afsløre på græsk - αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει
- afspærring på græsk - φραγμός, φράγμα, μπάρα, εμπόδιο, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, ...
Tilfældige ord
Afslå på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: σκουπίδια, ξεπεσμός, μαρασμός, κλίνω, απορρίπτω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
Oversættelser: σκουπίδια, ξεπεσμός, μαρασμός, κλίνω, απορρίπτω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί