Afspærring på græsk
Oversættelse: afspærring, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
φραγμός, φράγμα, μπάρα, εμπόδιο, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Andre Sprog
Relaterede ord: afspærring
afspærring antonymer, afspærring betydning, afspærring halvmarathon, afspærring i københavn, afspærring krydsord, afspærring sprog ordbog græsk, afspærring på græsk
Oversættelser
- afslå på græsk - σκουπίδια, ξεπεσμός, μαρασμός, κλίνω, απορρίπτω, απορρίμματα, αρνούνται, ...
- afsløre på græsk - αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει
- afstand på græsk - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
- aftale på græsk - συμβόλαιο, διορισμός, προσβάλλομαι, ορισμός, κατανόηση, ραντεβού, συμφωνία, ...
Tilfældige ord
Afspærring på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: φραγμός, φράγμα, μπάρα, εμπόδιο, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Oversættelser: φραγμός, φράγμα, μπάρα, εμπόδιο, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση