Anstrengelse på græsk
Oversættelse: anstrengelse, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
πασχίζω, εκδικάζω, προσπαθώ, απόπειρα, προσπάθεια, δοκιμάζω, άσκηση, άσκησης, κόπωση, προσπάθειας
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: anstrengelse
anstrengelse antonymer, anstrengelse asthma, anstrengelse astma, anstrengelse betydning, anstrengelse blodtryk, anstrengelse sprog ordbog græsk, anstrengelse på græsk
Oversættelser
- ansjos på græsk - γαύρος, γαύρου, γαύρο, τον γαύρο, το γαύρο
- anstalt på græsk - ίδρυμα, θεσμός, ίδρυση, μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, ...
- ansvarlig på græsk - υπεύθυνος, αρμόδιος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες
- ansvarsfuld på græsk - υπεύθυνος, αρμόδιος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες
Tilfældige ord
Anstrengelse på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: πασχίζω, εκδικάζω, προσπαθώ, απόπειρα, προσπάθεια, δοκιμάζω, άσκηση, άσκησης, κόπωση, προσπάθειας
Oversættelser: πασχίζω, εκδικάζω, προσπαθώ, απόπειρα, προσπάθεια, δοκιμάζω, άσκηση, άσκησης, κόπωση, προσπάθειας