Avertere på græsk
Oversættelse: avertere, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
διαφημίζω, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: avertere
avertere antonymer, avertere betyder, avertere betydning, avertere definisjon, avertere definition, avertere sprog ordbog græsk, avertere på græsk
Oversættelser
- autoritet på græsk - εξουσία, αυθεντία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
- aversion på græsk - αποστροφή, αντιπάθεια, αποστροφής, απέχθεια, η αποστροφή, την αποστροφή
- avis på græsk - χαρτί, εφημερίδα, χαρτένιος, περιοδικό, εφημερίδας, εφημερίδων, εφημερίδες, ...
- avl på græsk - αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, εκτροφή, εκτροφής, την αναπαραγωγή
Tilfældige ord
Avertere på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: διαφημίζω, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
Oversættelser: διαφημίζω, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει