Befri på græsk
Oversættelse: befri, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αυτεξούσιος, δημοσιεύω, κυκλοφορώ, δωρεάν, εκκρίνω, τσάμπα, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, την απελευθέρωση, απελευθερωτικό, απελευθερωτικού
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: befri
befri antonymer, befri babyflunk, befri betydning, befri burhøns, befri dig selv, befri sprog ordbog græsk, befri på græsk
Oversættelser
- befaling på græsk - εντολή, προστάζω, προσταγή, διατάζω, παραγγελία, παραγγέλλω, εντολών, ...
- befolkning på græsk - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
- befæste på græsk - καθορίζω, προσδιορίζω, πρόσφυμα, υπολογίζω, αποφασίζω, φτιάχνω, επισυνάπτω, ...
- beg på græsk - πίσσα, κατράμι, κλυδωνίζομαι, ναύτης, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, ...
Tilfældige ord
Befri på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αυτεξούσιος, δημοσιεύω, κυκλοφορώ, δωρεάν, εκκρίνω, τσάμπα, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, την απελευθέρωση, απελευθερωτικό, απελευθερωτικού
Oversættelser: αυτεξούσιος, δημοσιεύω, κυκλοφορώ, δωρεάν, εκκρίνω, τσάμπα, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, την απελευθέρωση, απελευθερωτικό, απελευθερωτικού