Begavet på græsk
Oversættelse: begavet, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
έξυπνος, ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Andre Sprog
Relaterede ord: begavet
begavet antonymer, begavet barn, begavet barn test, begavet betyder, begavet betydning, begavet sprog ordbog græsk, begavet på græsk
Oversættelser
- befæste på græsk - καθορίζω, προσδιορίζω, πρόσφυμα, υπολογίζω, αποφασίζω, φτιάχνω, επισυνάπτω, ...
- beg på græsk - πίσσα, κατράμι, κλυδωνίζομαι, ναύτης, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, ...
- begejstring på græsk - ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
- begivenhed på græsk - άθλημα, συμβάν, γεγονός, περιστατικό, περίπτωση, εκδήλωση, περιπτώσει
Tilfældige ord
Begavet på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: έξυπνος, ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Oversættelser: έξυπνος, ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους