Begrænsning på græsk
Oversættelse: begrænsning, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
όριο, περιορίζω, δεμένος, σύνορο, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Andre Sprog
Relaterede ord: begrænsning
begrænsning antonymer, begrænsning betydning, begrænsning derbi senda, begrænsning engelsk, begrænsning hot 50, begrænsning sprog ordbog græsk, begrænsning på græsk
Oversættelser
- begreb på græsk - έννοια, αντίληψη, ιδέα, σύλληψη, έννοιας, εννοίας
- begrænse på græsk - περιορίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
- begynde på græsk - αρχίζω, ξεκίνημα, ξεκινώ, αρχή, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ...
- begyndelse på græsk - αρχή, ξεκίνημα, ξεκινώ, πρώτος, αρχίζω, αρχίζει, ξεκινούν, ...
Tilfældige ord
Begrænsning på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: όριο, περιορίζω, δεμένος, σύνορο, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Oversættelser: όριο, περιορίζω, δεμένος, σύνορο, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της