Bid på græsk
Oversættelse: bid, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
φίμωτρο, νιφάδα, αποφάγια, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: bid
baucher bid, bid af kat, bid and get, bid antonymer, bid betydning, bid sprog ordbog græsk, bid på græsk
Oversættelser
- bibliografi på græsk - βιβλιογραφία, βιβλιογραφίας, βιβλιογραφία που, Πηγές Βιβλιογραφία, βιβλιογραφική
- bibliotek på græsk - βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, της βιβλιοθήκης, βιβλιοθηκών, η βιβλιοθήκη
- bide på græsk - δάγκωμα, τσίμπημα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
- bidrag på græsk - συμβολή, συνεισφορά, συνεισφορές, εισφορές, εισφορών, συνεισφορών
Tilfældige ord
Bid på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: φίμωτρο, νιφάδα, αποφάγια, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Oversættelser: φίμωτρο, νιφάδα, αποφάγια, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει